- καθαρολογία
- ηη δόκιμη χρήση τής καθαρεύουσας στον προφορικό και γραπτό λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαρολογία — η το να γράφει ή να μιλά κανείς την καθαρεύουσα όπως πρέπει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς — (τέλη 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Ιστορικός και κριτικός. Έζησε στη Ρώμη, σε έναν φιλολογικό κύκλο που υποστήριζε τον αττικισμό, δηλαδή την καθαρολογία και την τυπική σοβαρότητα του ύφους. Υπήρξε ηθικολόγος στην αξιολόγηση του… … Dictionary of Greek
Λα Φοντέν, Ζαν ντε- — (Jean de La Fontaine, Σατό Τιερί 1621 – Παρίσι 1695). Γάλλος συγγραφέας. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο κολέγιο της γαλλικής πόλης Ρεν, αλλά για πολλά χρόνια εξάσκησε το επάγγελμα του πατέρα του, ο οποίος ήταν επιθεωρητής δασών. Σύντομα εγκατέλειψε … Dictionary of Greek